Η Μεσσηνία από τον 18ο μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο παραγωγής μεταξιού και ιδιαίτερα η πόλη της Καλαμάτας! Όλοι οι εμπορικοί οδηγοί των διαφόρων κρατών μιλούσαν για τα “μεταξωτά Καλαμών”.
Η παραγωγή της μεταξοκλωστής από το κουκούλι ήταν συνηθισμένη ενασχόληση των Καλαματιανών, και όχι μόνο, νοικοκυριών ήδη από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Η σηροτροφία είχε μεγάλη διάδοση κυρίως στην Έξω Μάνη, όπου, ακόμη και σήμερα, οι μουριές είναι σε αφθονία.
Γιατί όμως η Μεσσηνία έγινε γνωστή για την παραγωγή μεταξιού; Ο λόγος είναι οι Μουριές, οι οποίες ήταν σε αφθονία σε όλο το νομό αλλά και σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, η οπόια ονομάστηκε από τότε Μοριάς!
Λέγεται, μάλιστα, ότι ένας σταυροφόρος, ο Ρογήρος ο Πρώτος, βασιλέας της Σικελίας, όταν κατέκτησε την Πελοπόννησο, μετέφερε κατά το έτος 1417 στη Σικελία την μουριά και την εκτροφή του μεταξοσκώληκα.
Η μεταξουργία τέθηκε σε πιο οργανωμένη βάση όταν ιδρύθηκε στην πόλη το πρώτο μηχανοκίνητο κατάστημα επεξεργασίας μεταξιού. Ετσι, το 1837, δημιουργήθηκε μια μικρή βιομηχανία στη συνοικία Πενταχώρι, στην σημερινή συνοικία του Αγίου Νικολάου. Εκεί, εργάζονταν εξήντα κορίτσια από 10-15 ετών, από τις 6 το πρωί μέχρι τις 6 το απόγευμα, με διάλειμμα μιας ώρας για το φαγητό. Το εργοστάσιο ευδοκίμησε έως το 1875.
Πάμε να δούμε την ιστορία του μεταξιού στη Μεσσηνία:
Το 1853, παρήχθησαν στην Καλαμάτα 30.000 οκάδες μετάξι, ενώ η συνολική παραγωγή στην Ελλάδα ήταν 150.000 οκάδες. Πιο συγκεκρίμενα, κατά την περίοδο 1853-1859, ιδρύθηκαν σταδιακά πέντε μεγάλα ατμοκίνητα μεταξουργεία, με αποκορύφωμα το μεγάλο εργοστάσιο του εμπορικού οίκου «Φελς & Σια».
Στα μέσα της δεκαετίας του 1870, η Καλαμάτα αποτελούσε το πρώτο μεταξοπαραγωγικό κέντρο του κράτους με βασική αγορά μεταξιού την Γαλλία. Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, για να δώσει και νέα ώθηση στην μεταξοκαλλιέργεια ίδρυσε το 1880 στην πόλη σηροτροφικό σταθμό. Παρά την ασθένεια του μεταξοσκώληκα, (πεπερίνη), που είχε ήδη ενσκήψει στην ελληνική σηροτροφία, οι επενδύσεις στο μετάξι συνεχίστηκαν.
Το 1897, στην Ελλάδα λειτουργούσαν δώδεκα μεταξουργεία, εκ των οποίων τα πέντε ήταν στην Καλαμάτα. Ολοκληρώνοντας, καθ’ολη την διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η επεξεργασία του μεταξιού αποτέλεσε βασική πηγή εισοδήματος για εκατοντάδες οικογένειες της Καλαμάτας.
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες μας παρέχει και ο Άγγλος περιηγητής William Gell ο οποίος επισκέφθηκε την Καλαμάτα στις αρχές του 1805 και ανέφερε ότι βρήκε εργαστήρια μεταξιού στην πόλη, καθώς και ένα δωμάτιο για την σηροτροφία σχεδόν σε κάθε σπίτι.
Ένας άλλος επισκέπτης της Καλαμάτας, στα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν ο Sir Thomas Wyse, πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα το 1849-1862. Σε βιβλίο του, που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του, αφιερώνει αρκετές σελίδες στην Καλαμάτα. Επισκέφθηκε την Μονή των Καλογραίων, για την οποία γράφει: «Πολύ λίγες από τις μοναστικές κοινότητες αυξάνονται στην Ελλάδα, όπως αυτή η Μονή». Η συμβολή της Μονής Καλογραίων των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην ανάπτυξη της μεταξουργίας της Καλαμάτας ήταν σημαντική, διότι έχουμε την μετάβαση από την φάση της οικοτεχνίας σε μία πιο «βιομηχανική βάση» παραγωγής μεταξωτών. Η Μονή από την ίδρυσή της, το 1796, και μετά έχει ταυτιστεί με την ιστορία και τον πολιτισμό της Καλαμάτας, χάρη στην αδιάκοπη, για διακόσια χρόνια, παραγωγής υψηλής ποιότητας μεταξωτών.
Από την εφημερίδα “Ευνομία” πληροφορούμαστε ότι το 1897 στην Ελλάδα λειτουργούσαν 12 μεταξουργεία, εκ των οποίων τα πέντε στην Καλαμάτα. Σε όλο το 19ο αιώνα και μέχρι τον παγκόσμιο πόλεμο η επεξεργασία του μεταξιού αποτελεί βασική πηγή προσπορισμού εισοδήματος για εκατοντάδες οικογένειες της πόλης. Γυναίκες, κορίτσια και παιδιά εργάζονταν 10- 12 ώρες μέσα στην ανθυγιεινή ατμόσφαιρα που προκαλούν οι αναθυμιάσεις των κουκουλιών.
Πριν από το γύρισμα του αιώνα (1897) εμφανίζονται στην πόλη τα δύο πρώτα μεταξοϋφαντουργεία ιδιωτών, του Δ. Μαλεύρη και του Κ. Πάτσου.
Η διαδεδομένη πρακτική της εργασίας με το κομμάτι δίνει δουλειά σε εκατοντάδες νοικοκυριά της πόλης. Πεντακόσιοι περίπου αργαλειοί ή λάκκοι, όπως τους ονόμαζαν στην Μεσσηνία, δούλευαν με παραγγελίες από τις βιοτεχνίες και ιδιώτες. Σιγά σιγά τα υφαντήρια παίρνουν την σκυτάλη από τα παλιά μεταξουργεία, αναπηνίζοντας τα ίδια το αναγκαίο για την ύφανση μετάξι.
Στο μεσοπόλεμο λειτουργούν η επιχείρηση του Δ. μαλεύρη “Θαϊς”, η βιοτεχνία του Π. Γκόνου και το μεγάλο εργοστάσιο του Αρ. χριστόπουλου. Ο τελευταίος θα ιδρύσει το 1934 και δεύτερο εργοστάσιο στην Αθήνα με την επωνυμία “Χρυσαλλίς”.
Στις 15 Μαΐου του 1913 οι εργάτριες της φάμπρικας του Στασινόπουλου απήργησαν με αφορμή το εξαντλητικό ωράριο. Ο Στασινόπουλος αντέδρασε απεργώντας και αυτός. Ήταν ο πρώτος βιομήχανος που εφάρμοσε λοκ- άουτ. Γύρω στο 1930 η φάμπρικα των Στασινόπουλων κλείνει οριστικά και μαζί της σιγεί η “πρώτη βιομηχανία των Καλαμών”.
Τα μεταξουργεία μέσα από διάφορες δυσκολίες συνέχισαν τις εργασίες τους μέχρι και τον παγκόσμιο πόλεμο. Σε έκδοση του Επιμελητηρίου Μεσσηνίας το 1940, αναφέρονται στον κατάλογο των βιομηχανιών μεταξουργίας τα ονόματα των: Π. Γκόνου, Ι. Δραγώνα, Α. Χριστόπουλου, Δ. Μαλεύρη και φυσικά η Μονή των Καλογραιών.
Αυτό αποδεικνύει πως η Μονή από την ίδρυσή της και μετά έχει ταυτίσει την ιστορία της και την εξέλιξή της με τον πολιτισμό της Καλαμάτας εξ αιτίας της αδιάκοπης γιά 200 χρόνια παραγωγής υψηλής ποιότητας μεταξωτών.
πηγή: Kalamatain.gr