Η παράδοση του μεταξωτού καλαματιανού μαντιλιού έχει σχεδόν χαθεί, κι αν υπάρχουν δύο μέρη στην Καλαμάτα όπου μπορεί κανείς και σήμερα να το βρει, αυτά είναι η επιχείρηση Γκόνου και η Μονή Καλογραιών. Σχεδόν παντού αλλού οι τουρίστες και οι επισκέπτες της πόλης βρίσκουν μόνο κινέζικες απομιμήσεις να αγοράσουν – και ελάχιστοι είναι οι ψαγμένοι οι οποίοι θα αναζητήσουν το γνήσιο καλαματιανό μαντίλι.
Επί δημαρχοντίας Σταύρου Μπένου είχε γίνει μια απόπειρα να ιδρυθεί η δημοτική επιχείρηση «Καλαματιανό Μαντίλι», αλλά δεν λειτούργησε ποτέ. Εμεινε στα χαρτιά – και από τις αρχές του 1980 μέχρι τις αρχές του 1990 που καταργήθηκε, την ύπαρξή της τη θύμιζαν μόνο οι… διορισμοί νέων συμβούλων και μια ταμπέλα στην παλιά αγορά.
Πάντως χθες, Τούρκοι τουρίστες οι οποίοι κατέβηκαν από το κρουαζιερόπλοιο “Costa Neoromantica” ρωτούσαν πού θα βρουν μεταξωτά καλαματιανά μαντίλια.
Η αδελφή Θεοδούλη στο μοναστήρι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης λέει στην “Ε” ότι η παράδοση του γνήσιου μεταξωτού μαντιλιού κάθε άλλο παρά έχει χαθεί: «Διατηρείται από το 1796 που ο γέροντας Γεράσιμος Παπαδόπουλος, ιερομόναχος και διδάσκαλος, την ξεκίνησε», αναφέρει. Ο γέροντας, αν και γεννημένος στην Καλαμάτα, καταγόταν από τη Δημητσάνα. Εκεί έμαθε την τέχνη του μεταξιού όταν φοιτούσε στη Μονή Φιλοσόφου. Με την επιστροφή του στην Καλαμάτα άρχισε να ασχολείται με την καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα, μετά και τα χρόνια τα οποία πέρασε εξόριστος στην Κωνσταντινούπολη επί Τουρκοκρατίας.
Από εκεί έφερε και τους μεταξοσκώληκες, που βρήκαν άφθονη τροφή στις μουριές γύρω από το μοναστήρι. Στην παράδοση που ξεκίνησε εκεί γύρω στο 1800, βοήθησαν και οι 5 μοναχές που έφτασαν από την Κωνσταντινούπολη και δίδαξαν στις επόμενες την τέχνη.
Εκτός από τους αργαλειούς που στήθηκαν στο μοναστήρι, ο γέροντας ίδρυσε εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η πλατεία 23ης Μαρτίου 27 εργαστήρια και έφτασε να εξάγει 3 τόνους μετάξι, αφού όλα τα γύρω σπίτια καλλιεργούσαν το μεταξοσκώληκα και του πήγαιναν τα κουκούλια. Ερχόμενη στο σήμερα, η αδελφή Θεοδούλη μας λέει ότι η πρώτη ύλη δεν παράγεται πλέον εδώ, αλλά έρχεται από το Σουφλί και μετά μπαίνει στους αργαλειούς της μονής.
Μια δύσκολη εργασία που πέφτει σε 3 μόνο μοναχές από τις συνολικά 17 οι οποίες μονάζουν. Και παρόλο που οι παλιοί αργαλειοί δεν έχουν βγει στην αχρηστία, η ύφανση γίνεται σε ηλεκτρικό αργαλειό για να παράγεται μεγαλύτερη ποσότητα από μαντίλια και τραπεζομάντιλα.
«Το γνήσιο καλαματιανό μαντίλι το φτιάχνουν οι μοναχές, και οι άνθρωποι θα έρθουν να το βρουν στη Μονή Καλογραιών», αναφέρει η ίδια. Η τέχνη αυτή, που περνά από μοναχή σε μοναχή, επόμενο είναι να τραβά το ενδιαφέρον του κόσμου – όπως και αρκετών σχολείων τα οποία επισκέπτονται το μοναστήρι. «Στέκονται με δέος και παρακολουθούν την ύφανση στους αργαλειού πολλοί ζητάνε να τους δείξουμε πώς περνά η σαΐτα και υφαίνονται οι μεμονωμένες κλωστές», λέει η αδελφή Θεοδούλη.
Λίγο πιο μακριά από το μοναστήρι, ο Γιάννης Γκόνος που συνεχίζει την παράδοση της οικογένειάς του μας εξηγεί ότι το καλαματιανό μαντίλι διατηρεί τη φήμη του
– «παρά το γεγονός ότι έχει πέσει μεγάλη απάτη», όπως λέει αναφερόμενος στα μεταξωτά μαντίλια made in China. Αναφέρει λοιπόν ότι χρειάζεται να τονωθεί η φήμη του μεταξωτού μαντιλιού. Πάντως, «αυτός που θα ψάξει, θα μας βρει για παράδειγμα προχθές ήρθε σε εμάς ένα ζευγάρι Ελβετών τους οποίους έστειλε ένας άσχετος άνθρωπος με το αντικείμενο».
Σ’ αυτή τη σπανιότητα έγκειται και μία ακόμη διαφορά σε σχέση με το… κινέζικο καλαματιανό μαντίλι, που μπορεί κανείς να το βρει παντού, σε οποιαδήποτε πόλη της Ελλάδας.
Η επιχείρηση Γκόνου ξεκίνησε γύρω στο 1895, «με οικοτεχνικά σκευάσματα που πουλούσε η γιαγιά στα πανηγύρια, όπως συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια στο εμπόριο». Ο Παναγιώτης Γκόνος, πατέρας του Γιάννη Γκόνου, «εκβιομηχάνισε την επιχείρηση και το 1980 ανέλαβα εγώ – κι ελπίζω μετά από εμένα να συνεχίσει ο γιος μου Παναγιώτης».
Με τα σημερινά δεδομένα, όπως μας λέει, η παραγωγή δεν χρειάζεται να είναι μεγάλη γιατί και η ζήτηση είναι περιορισμένη. «Επιδιώκουμε να παράγουμε μικρή ποσότητα στη σωστή ποιότητα», αναφέρει χαρακτηριστικά. Και γι’ αυτό, «όποιος ζητήσει πραγματικό ολομέταξο μαντίλι θα έρθει εδώ. Υπάρχουν Ελληνες και ξένοι οι οποίοι γνωρίζουν καλά τι θέλουν να ψωνίσουν, και δεν ακουμπάνε τίποτα πριν μου κάνουν συγκεκριμένες ερωτήσεις».
Στην ερώτηση τι πιστεύει για το μέλλον, ο κ. Γκόνος απαντά: «Εκ φύσεως δεν είμαι απαισιόδοξος άνθρωπος και πιστεύω ότι υπάρχει δυνατότητα να διατηρηθεί η παράδοση». Αλλωστε, όπως λέει, «εμείς εδώ βρισκόμαστε 120 χρόνια, έχουμε περάσει εποχές λιτότητας και ευελπιστούμε ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν».
πηγή: Ελευθερία